-
1 προ-αγγέλλω
προ-αγγέλλω, vorherverkündigen; οἱ ϑεοὶ μάχην ἔσεσϑαι προαγγέλλουσιν, Xen. Cyr. 3, 3, 34; πόλεμον, ankündigen, Pol. 3, 20, 8 u. Sp.; die VLL. erkl. προηγγελκέναι durch προμεμηνυκέναι.
1 προ-αγγέλλω
προ-αγγέλλω, vorherverkündigen; οἱ ϑεοὶ μάχην ἔσεσϑαι προαγγέλλουσιν, Xen. Cyr. 3, 3, 34; πόλεμον, ankündigen, Pol. 3, 20, 8 u. Sp.; die VLL. erkl. προηγγελκέναι durch προμεμηνυκέναι.